μεμβράινος

μεμβράινος
μεμβράϊνος και βεβράϊνος, -ίνη, -ον (Μ)
αυτός που αναφέρεται στη μεμβράνα ή αυτός που είναι κατασκευασμένος από μεμβράνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μεμβράνινος (< μεμβράνα), με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου -ν-, Ο τ. βεβράϊνος (< μεμβράϊνος) με αφομοιωτική τροπή τού πρώτου μ- σε β-και σίγηση τού δεύτερου -μ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεμβραϊνάριος — μεμβραϊνάριος, ία, ον (Μ) [μεμβράινος] αυτός που κατασκευάζει μεμβράνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”